δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
καταναγκαστικός — η, ο (Α καταναγκαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καταναγκάζει 2. αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία 3. φρ. «καταναγκαστικά έργα» α) παλαιότερη ποινή κατά την οποία οι κατάδικοι… … Dictionary of Greek
καταναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που καταναγκάζει, εκβιαστικός, υποχρεωτικός: Τον τιμώρησαν σε καταναγκαστικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)